εξευτελιστής

εξευτελιστής
ο
1) тот, кто обесценивает; 2) тот, кто позорит, унижает, умаляет достоинство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξευτελιστής" в других словарях:

  • ἐξευτελιστής — disparager masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξευτελιστής — ο (AM ἐξευτελιστής) [εξευτελίζω] αυτός που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς …   Dictionary of Greek

  • εξευτελιστής — ο αυτός που εξευτελίζει, που υποβάλλει κάποιον σε εξευτελισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξευτελιστικός — ή, ό [εξευτελιστής] 1. ταπεινωτικός («εξευτελιστικό επάγγελμα») 2. υποτιμημένος υπερβολικά («εξευτελιστική τιμή») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»